- μενεαίνω
- μενεαίνω (Α)1. δείχνω προθυμία να κάνω κάτι, προθυμοποιούμαι («μενεαίνεις Ἰλίου ἐξαπαλάξαι πτολίεθρον», Ομ. Ιλ.)2. επιθυμώ σφοδρά κάτι («ἐμοὶ μενέαινον ὄλεθρον», Κόιντ.)3. οργίζομαι σφοδρά4. φρ. «κτεινόμενος μενέαινε» — ψυχομαχούσε, πεθαίνοντας ανέπνεε με αγωνία (Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μένε- τού μένος (γεν. μένε-ος) κατά τα ρήματα σε -αίνω (πρβλ. ἀβλεμής: βλεμεαίνω, κτέρεα: κτερεΐζω)].
Dictionary of Greek. 2013.